- μεσαύλιο(ν)
- τό1)- внутренний двор, общий двор (целого квартала); 2) анат. средостение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μεσαύλιο — και μεσαύλι, το (ΑM μεσαύλιον) το μέσο τής αυλής νεοελλ. 1. αυλή στη μέση κτηρίων που αποτελούν τετράγωνο, εσωτερική αυλή 2. ανατ. το μεσοθωράκιο μσν. αυλή εκκλησίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού επιθ. μεσαύλιος*] … Dictionary of Greek
μεσαυλικός — ή, ό [μεσαύλιο] ιατρ. αυτός που ανήκει ή αφορά το μεσαύλιο («μεσαυλικό σύνδρομο») … Dictionary of Greek
μεσαυλιοτομία — η ιατρ. χειρουργική επέμβαση στο μεσαύλιο ή μεσοθωράκιο για να αφαιρεθούν αποστήματα από διαπύηση λεμφαδένων, όγκοι κ.λπ … Dictionary of Greek
μεσαύλιος — α, ο (Α μεσαύλιος, ία, ον) [μέσαυλος] νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μεσαύλιο το μεσοθωράκιο αρχ. 1. μέσαυλος* 2. (το αρσ.) ὁ Μεσαύλιος προσωνυμία δούλου στην Οδύσσεια που ονομαζόταν έτσι πιθανώς επειδή είχε τη φροντίδα τού μεσαύλου … Dictionary of Greek